διά-δηλος

διά-δηλος

διά-δηλος, femin. διαδήλη Arist. H. A. 9, 7, sehr deutlich, einleuchtend; Thuc. 4, 68 Plat. Rep. V, 474 b u. Folgde; ὥςτε διάδηλος εἶναι εὐτακτῶν Xen. Mem. 4, 4, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

  • Λητώ — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 29 Απριλίου 1861. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 10,5 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 6,78. Διεθνώς ονομάζεται Leto 68. II… …   Dictionary of Greek

  • Αστερία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τιτάνα Κοίου ή του Πόλου και της Φοίβης, αδελφή της Λητώς, μητέρα από τον Δία της Εκάτης και του Τύριου Ηρακλή. Για να αποφύγει την καταδίωξη του Δία, γκρεμίστηκε από τον ουρανό και έπεσε στη θάλασσα, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Κύνθος — Λόφος (112 μ.) της Δήλου, το υψηλότερο σημείο του νησιού. Αποτέλεσε την περιοχή εγκατάστασης των πρώτων κατοίκων του νησιού κατά την 3η χιλιετία π.Χ. Η μυθολογία αναφέρει ότι στον Κ. γεννήθηκαν η Άρτεμη και ο Απόλλωνας, παιδιά της Λητούς από τον… …   Dictionary of Greek

  • Anexo:Islas de Grecia — En este artículo se recogen, en forma de Tabla, las principales islas de Grecia, ya sean importantes por superficie, población o significación histórico cultural, aunque pueden faltar aún algunas islas. Grecia tiene alrededor de unas 6000 islas,… …   Wikipedia Español

  • δηλώνω — (AM δηλῶ, όω Μ και δηλώνω) [δήλος] 1. αναφέρω, λέγω («δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε») 2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά») 3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα… …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”