μακάριος

μακάριος

μακάριος, auch πάσης μακαρίου σπουδῆς ἄξιον, Plat. Legg. VII, 803 c, in Prosa übliche Form für μάκαρ, schon Pind. P. 5, 46; ὅ γ' εὖ ζῶν μακάριός τε καὶ εὐδαίμων, Plat. Rep. I, 354 a u. öfter; ἡ μακαρία ζωή, Legg. IV, 713 c; auch ὡς ἡδὺ καὶ μακάριον τὸ κτῆμα, ausgezeichnet schön oder reich, Rep. VI, 496 c; Ggstz ἄϑλιος, IX, 571 a; öfter als schmeichelnde Anrede, ὦ μακάριε, mein Lieber, Bester, z. B. Prot. 309 c; auch ein gen. tritt dazu, ὦ μακάριοι σφὼ τῆς ϑαυμαστῆς φύσεως, glücklich ihr um der wundervollen Natur willen, Euthvd. 303 c, wie Ar. Vesp. 1292, ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος, vgl. 1512; auch ὦ μακάριε σὺ τά τε ἄλλα καί, Xen. Cyr. 8, 3, 39. – Auch von den Todten, den Seligen, Plat. Legg. XII, 947 d u. Sp. – Adv., Eur. Hel. 915 Ar. Plut. 629 u. sonst.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μακάριος — blessed masc nom sg μακάριος blessed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακάριος — blessed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… …   Dictionary of Greek

  • μακάριος — α, ο 1. ευτυχισμένος: Πέθανε μακάριος αφού είχε πραγματοποιήσει όλα του τα όνειρα. 2. ήρεμος, γαλήνιος, ευχαριστημένος: Παρέμενε μακάριος ό,τι και αν του συνέβαινε. 3. υπερθ., μακαριότατος τιμητική προσφώνηση των πατριαρχών και των αρχιεπισκόπων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μακάριος Γ’ — (Μιχαήλ Μούσκος, Παναγιά Κύπρου 1913 – Λευκωσία 1977). Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου (1950 77) και πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1959 77). Σπούδασε θεολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Βοστόνης και νομικά στο Πανεπιστήμιο …   Dictionary of Greek

  • Μακάριος ο Πάτμιος — Βλ. λ. Καλογεράς, Μακάριος …   Dictionary of Greek

  • Μακάριος ο Μάγνης — (τέλη 4ου – αρχές 5ου αι. της). Εκκλησιαστικός συγγραφέας από τη Μαγνησία της Καρίας ή της Λυδίας. Έγραψε απολογία για την υπεράσπιση του χριστιανισμού με τον τίτλο Μονογενής ή Αποκριτικός της Έλληνας …   Dictionary of Greek

  • Νοταράς Μακάριος — Μητροπολίτης Κορίνθου και ένας από τους ηγέτες του κινήματος των Κολλυβάδων. Βλ. λ. Μακάριος …   Dictionary of Greek

  • Βαρλαάμ Μακάριος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Σκύρο. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, ήταν πρωτοσύγκελος του αρχιεπισκόπου Χαλκίδας. Οι Τούρκοι τον υποχρέωσαν να περιοδεύσει στο νησί του για να καθησυχάσει τον λαό και να τον αποτρέψει να προσχωρήσει στην… …   Dictionary of Greek

  • Καβαδίας, Μακάριος — (Κεφαλονιά 1750; – Κέα 1824). Λόγιος, κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας. Υπηρέτησε ως δάσκαλος στην Πρέβεζα και αργότερα στην Άρτα και απέκτησε σύντομα φήμη σοφού ελληνιστή και μαχητικού ιεροκήρυκα. Το 1786 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη,… …   Dictionary of Greek

  • Καλογεράς, Μακάριος — (Πάτμος 1688; – 1737).Λόγιος κληρικός, ιδρυτής της Πατμιάδας σχολής. Μετά τις σπουδές του στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης επέστρεψε στην πατρίδα του και έγινε μοναχός στην ιστορική μονή της Πάτμου. Εκεί ίδρυσε το 1713 σχολείο, στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”