δι-άργεμος

δι-άργεμος

δι-άργεμος, weißgefleckt, Babr. 85, 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άργεμος — ἄργεμος, ο (AM) 1. άργεμα (Ι)* 2. το κυρίως σώμα του νυχιού με χαρακτηριστικά το ρόδινο χρώμα και τη γραμμωτή επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο] …   Dictionary of Greek

  • ἄργεμος — albugo masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄργεμοι — ἄργεμος albugo masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Аргемон — (Argemone L.) родовое название растений из семейства маковых (Papaveraceae); почти все представители рода А. происходят из Мексико, а многие виды отнесены позднее к роду Papaver мак, того же сем. Назв. происходит от греч. αργεμός бельмо, по… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • άργεμο — το (Α ἄργεμον) 1. άργεμα (Ι)* 2. είδος ήμερης Βοτάνης (lappa canaria) που πίστευαν ότι θεράπευε το λεύκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. άργεμον, άργεμα και άργεμος συνιστούν ομάδα λέξεων που συνδέονται με το αργός (Ι)* και ανάγονται σ ένα ουδ. *άργος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • αργεμώνη — η (Α ἀργεμώνη) αγριοπαπαρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αργεμώνη χρησιμοποιήθηκε κατά τον Διοσκουρίδη ως φάρμακο κατά της αρρώστιας άργεμος*, αλλά δεν είναι βέβαιο αν πήρε από αυτό την ονομασία του. Δεν αποκλείεται ακόμη να προέρχεται από δάνεια (ξένη) λέξη,… …   Dictionary of Greek

  • ἀργέμοις — ἄργεμον albugo neut dat pl ἄργεμος albugo masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργέμοισι — ἄργεμον albugo neut dat pl (epic ionic aeolic) ἄργεμος albugo masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργέμου — ἄργεμον albugo neut gen sg ἄργεμος albugo masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργέμων — ἄργεμον albugo neut gen pl ἄργεμος albugo masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄργεμον — albugo neut nom/voc/acc sg ἄργεμος albugo masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”