- δελέᾱμα
δελέᾱμα, τό, = δελέασμα, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δελέᾱμα, τό, = δελέασμα, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δελέαμα — δελέαμα, το (Α) το δόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί δελέασμα*] … Dictionary of Greek
δελεάμασι — δελέαμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάματα — δελέαμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάματι — δελέαμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεάματος — δελέαμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)