δι-λέκιθον

δι-λέκιθον

δι-λέκιθον, ᾠόν, mit zwei Dottern, Schol. Eur. Or. 455.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λέκιθον — λέκιθος gruel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραδισταί — οἱ, Α 1. νεαροί που συγκεντρώνονταν την τέταρτη μέρα κάθε μήνα για να εορτάσουν και να ευφρανθούν μαζί με συμπόσια και θυσίες («ὅς τοῑσι τετραδισταῑς παρέθηκεν ἑστιῶν πρῴην λέκιθον καὶ μεμβράδας καὶ στέμφυλα», Άλεξ.) 2. μυθ. άνθρωποι προορισμένοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”