παρ-αυτίκα

παρ-αυτίκα

παρ-αυτίκα, adv., = Vorigem; Aesch. Suppl. 748; Ἅιδην τὸν παραυτίκα ἐκφυγεῖν, Eur. Alc. 12; τὸ παρ., Her. 1, 19. 7, 137; εἰ δέ τις τὸ παρ. μὴ ἐϑέλοι συμμαχεῖν, Thuc. 2, 64; τὴν παρ. ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, 8, 82; ἐν τῷ παραυτίκα, für den Augenblick, momentan, Plat. Phaedr. 240 b; στέρεσϑαι τοῦ παραυτίκα ἡδέος, 239 a, vgl. Heind. zu Prot. §. 106; bes. von dem Vergnügen, das man auf der Stelle leicht genießen kann, das aber eben so schnell vergeht, vgl. Xen. Cyr. 1, 5, 9. 8, 1, 32, ὁ ὑπὸ τῶν παρ. ἡδονῶν ἑλκόμενος, im Ggstz von ὁ προπονεῖν ἐϑέλων τῶν εὐφροσυνῶν; auch Dem. ἡ παρ. ἡδονή, 6, 27, wo entgeggstzt ist τό ποϑ' ὕστερον συνοίσειν μέλλον, vgl. 3, 22; ἡ παρ. ἡσυχία, 17, 13; Isocr. 1, 17; λέγειν ἐκ τοῦ παραυτίκα, aus dem Stegereif, Alcid. de soph. p. 674, 31 u. öfter; Pol. 4, 32, 1; παρ. μὲν εὐϑέως συνέβη, 35, 1, 13; Folgde.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek

  • Nestorbecher — Nestor und sein Becher. Emblem Andrea Alciatos (1492–1550) von 1584. Nestorbecher bezeichnet den mythischen Mischbecher Nestors von Pylos, wie Homer ihn in der Ilias beschrieb. Die griechische Bezeichnung für das Gefäß lautet Νεστορίς… …   Deutsch Wikipedia

  • επικηρυκεύομαι — ἐπικηρυκεύομαι (Α) (αποθ.) 1. αναγγέλλω, γνωστοποιώ με κήρυκα 2. αναγγέλλω δημόσια 3. διαπραγματεύομαι με αντιπροσώπους («αὐτίκα τε ἐπεκηρυκεύοντο πρὸς Παυσανίην οἱ Θηβαῑοι θέλοντες ἐκδιδόναι τοὺς ἄνδρας», Ηρόδ.) 4. διαπραγματεύομαι με πρέσβεις… …   Dictionary of Greek

  • παραυτίκα — ΝΜΑ (επίρρ. χρον.) αμέσως, ευθύς, πάραυτα (α. «καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἔφυγον παραυτίκα», Πρόδρ. β. «ἤ καὶ παραυτίκα ἤ χρόνῳ», Ευρ.) αρχ. 1. (ενάρθρως) τὸ παραυτίκα ευθύς («καὶ τὸ παραυτίκα μὲν λόγος οὐδεὶς ἐγένετο», Ηρόδ.) 2. (με ουσ.) δηλώνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”