- παρ-αυχενίζω
παρ-αυχενίζω, den Hals seitwärts biegen, VLL. erkl. παρακλίνω, παρακρούω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αυχενίζω, den Hals seitwärts biegen, VLL. erkl. παρακλίνω, παρακρούω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυχενίζω — αὐχενίζω (Α) 1. κόβω τον λαιμό κάποιου, αποκεφαλίζω 2. στραγγαλίζω, πνίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυχήν ( ένος). ΠΑΡ. αρχ. αυχενιστήρ. ΣΥΝθ. αρχ. απαυχενίζω, υψαυχενίζω αρχ. μσν. παραυχενίζω] … Dictionary of Greek
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
παραυχενίζω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «κάμπτω πλαγίως τόν αυχένα» 2. (κατά τον Φώτ.) «παρακρούω», κόβω τον λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αὐχενίζω «κάμπτω τον αυχένα»] … Dictionary of Greek