- δελαστρεύς
δελαστρεύς, ὁ, p. für δελεαστρεύς, der mit Köder fängt, Nic. Th. 793.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δελαστρεύς, ὁ, p. für δελεαστρεύς, der mit Köder fängt, Nic. Th. 793.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δελαστρεύς — δελαστρεύς, ο (Α) αυτός που ψαρεύει χρησιμοποιώντας δολώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δελέαστρον, αντί *δελεαστρεύς, για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
δελαστρέες — δελαστρεύς using bait masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)