- μαζούσιος
μαζούσιος, wie eine Brust gestaltet, brustförmig, Lycophr. 534.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαζούσιος, wie eine Brust gestaltet, brustförmig, Lycophr. 534.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαζούσιος — μαζούσιος, ία, ον (Α) αυτός που έχει σχήμα μαστού («μαζουσία ακτή», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαζός «μαστός» + ούσιος (< οὐσία), πρβλ. ομο ούσιος] … Dictionary of Greek
μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… … Dictionary of Greek