- δια-μήδομαι
δια-μήδομαι, = μήδομαι, Hom. ep. 4, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-μήδομαι, = μήδομαι, Hom. ep. 4, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διεμήσατο — διά μήδομαι to be minded aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτις — Μυθολογικό πρόσωπο, μητέρα της Αθηνάς, προσωποποίηση της φρόνησης και της σοφίας. Ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος και πρώτη σύζυγος του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από παράκληση του Δία, πρόσφερε στον Κρόνο ένα εμετικό φάρμακο,… … Dictionary of Greek
μήστωρ — μήστωρ, ορος και ωρος, ὁ (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν ὕπατον μήστωρ ούδ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του … Dictionary of Greek