δεξί-δωρος

δεξί-δωρος

δεξί-δωρος, Geschenke annehmend, Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπευσίδωρος — ον, Α αυτός που σπεύδει να δώσει δώρα, ο πρόθυμος να δώσει δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < σπεύδω + δωρος (< δῶρον), πρβλ. δεξί δωρος] …   Dictionary of Greek

  • δεξίδωρος — δεξίδωρος, ον (Α) αυτός που δωροδοκείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + δωρος < δώρον. (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ. αλεξίκακος, αερσίλοφος, βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”