- δι-μέτ-ωπος
δι-μέτ-ωπος, doppelstirnig, von Festungswerken, App. B. C. 5, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-μέτ-ωπος, doppelstirnig, von Festungswerken, App. B. C. 5, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπή — η (ΑΜ ὀπή, Α δωρ. τ. ὀπά) άνοιγμα ή κοίλη εσοχή σε κάποιο σώμα, τρύπα νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) θετικά φορτισμένη περιοχή στη ζώνη σθένους ενός ατόμου, η οποία δημιουργείται κατά τη μετακίνηση ενός ηλεκτρονίου από τη ζώνη σθένους προς τη ζώνη… … Dictionary of Greek
περίωπος — ον, Α φανερός από παντού, περίοπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ωπος (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός, όψη»), πρβλ. μέτ ωπον, πρόσ ωπον] … Dictionary of Greek