δι-μέτρητος

δι-μέτρητος

δι-μέτρητος, zwei Metreten fassend, κώϑωνες, Ath. V, 199 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετρητός — measurable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρητός — ή, ό (ΑΜ μετρητός, ή, όν) [μετρώ] 1. αυτός που μπορεί κανείς να τόν μετρήσει, ο δεκτικός μέτρησης ή αυτός που μπορεί να εκτιμηθεί ή να υπολογιστεί (α. «η απόσταση από το σημείο Α ώς το σημείο Β είναι μετρητή» β. «ὦ πένθος οὐ μετρητόν, οὺδ οἷόν τ… …   Dictionary of Greek

  • μετρητός — ή, ό αυτός που μπορεί να μετρηθεί: Μετρητή ποσότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετρητόν — μετρητός measurable masc acc sg μετρητός measurable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρητοῖς — μετρητός measurable masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρητοῖσιν — μετρητός measurable masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρητοί — μετρητός measurable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρητούς — μετρητός measurable masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρητῆς — μετρητός measurable fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρητή — μετρητός measurable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρητῷ — μετρητός measurable masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”