δια-θραύω

δια-θραύω

δια-θραύω (s. ϑραύω), ganz zerbrechen, Plat. Tim. 57 b; κατὰ μικρά Sορh. 246 b; – Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διαθραύσῃ — διά θραύω break in pieces aor subj mid 2nd sg διά θραύω break in pieces aor subj act 3rd sg διά θραύω break in pieces fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθραύσεις — διά θραύω break in pieces aor subj act 2nd sg (epic) διά θραύω break in pieces fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέθραυον — διά θραύω break in pieces imperf ind act 3rd pl διά θραύω break in pieces imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθραυόμενα — διά θραύω break in pieces pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθραύεσθαι — διά θραύω break in pieces pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθραύεται — διά θραύω break in pieces pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθραύοντες — διά θραύω break in pieces pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιτρώσκω — ΝΑ, επικ. τ. τρώω Α νεοελλ. (μόνον το παθ. σε ορισμένους χρόνους και σε ορισμένες εγκλίσεις) 1. προσβάλλομαι («έχει τρωθεί από τα κάλλη της») 2. υφίσταμαι φθορά («έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα το κύρος του») αρχ. 1. τραυματίζω, πληγώνω («τὸ ἀκόντιον …   Dictionary of Greek

  • τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… …   Dictionary of Greek

  • διαρρηγνύω — (AM διαρρηγνύω και διαρρήγνυμι) 1. παραβιάζω, ανοίγω δια τής βίας, κάνω διάρρηξη 2. σπάζω, θρυμματίζω, θραύω σε όλη την έκταση του 3. φρ. «διέρρηξε τα ιμάτιά του» διαμαρτυρήθηκε έντονα διακηρύσσοντας την αθωότητά του 4. διακόπτω (αρραβώνα,… …   Dictionary of Greek

  • εύθραυστος — η, ο (ΑΜ εὔθραυστος, ον) 1. αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («σκεύη κεραμεᾱ εὔθραυστα», Πλούτ.) 2. αδύνατος ή υπερβολικά λεπτός («εὔθραυστον γὰρ τὸ νέον, διὰ τὴν ἀσθένειαν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θραυστός (< θραύω «σπάζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”