δι-μναῖος

δι-μναῖος

δι-μναῖος, zwei Minen werth, Arist. Oec. 2, 5 u. Sp.; auch διμνααῖος, Themist. 23 p. 351, 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μναίος — μναῑος και μνάιος, α, ον (Α) βλ. μνααίος …   Dictionary of Greek

  • μνααίος — μνααῑος και μναῑος και μνάϊος α, ον (Α) αυτός που έχει βάρος το οποίο ισοδυναμεί με μία μνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ + κατάλ. αῖος (πρβλ. δοχ αίος). Ο τ. μναῖος / μνάϊος < μνᾶ + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

  • πενταμναίος — και πεντάμναος, ον, αρσ. και πεντάμνεως, ουδ. και πεντάμναιον, Α 1. ο πεντάμνους* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενταμναῑον ή πεντάμναιον μέτρο ή ποσό πέντε μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μναῖος (< μνᾶ), πρβλ. δεκα μναίος] …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρακονταμναίος — και αττ. τ. τετταρακονταμναῑος, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία σαράντα μνων 2. αυτός που έχει βάρος σαράντα μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + μναῖος (< μνᾶ), πρβλ. πεντηκοντα μναῖος] …   Dictionary of Greek

  • τετραμναίος — αία, ον, Α τετράμνους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + μναῖος (< μνᾶ), πρβλ. πεντα μναῖος] …   Dictionary of Greek

  • τριμναίος — αία, ον, Α τρίμνους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μναίος (< μνᾶ), πρβλ. πεντα μναῖος] …   Dictionary of Greek

  • δεκαμναίος — δεκαμναίος, α, ον (Α) αυτός που έχει βάρος ή αξία δέκα μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + μναίος < μνα «ποσό εκατό δραχμών»] …   Dictionary of Greek

  • διμναίος — διμναῑος, α, ον και δίμνεως, ων και δίμνως, ων (Α) αυτός που αξίζει δύο μνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + μναίος < μνα (πρβλ. δεκαμναίος) Ο τ. δίμνεως είναι ιωνικός < δι * + ιων. πληθ. μνέαι] …   Dictionary of Greek

  • πεντηκονταμναίος — ον, ΜΑ αυτός που έχει βάρος πενήντα μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + μνα ῖος (< μνᾶ), πρβλ. πεντα μναίος] …   Dictionary of Greek

  • τριακονταμναίος — αία, ον, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία τριάντα μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + μνᾶ + κατάλ. αῖος (πρβλ. πεντήκοντα μναῖος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”