- δια-μέλλησις
δια-μέλλησις, ἡ, das Zaudern; δ. ποιεῖσϑαι, Thuc. 5, 99.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-μέλλησις, ἡ, das Zaudern; δ. ποιεῖσϑαι, Thuc. 5, 99.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέλλησις — μέλλησις, ἡ (Α) [μέλλω] 1. ετοιμότητα, προπαρασκευή, ιδίως πολεμική, εξοπλισμός 2. σκοπός που δεν εκπληρώθηκε («καὶ Ἀργεῑοι διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐν τῇ πόλει τινὰς ὑποπτεύσαντες τοὺς μὲν ξυνέλαβον, οἱ δ αὐτοὺς καὶ διέφυγον», Θουκ.) 3.… … Dictionary of Greek