δια-μέλλω

δια-μέλλω

δια-μέλλω (s. μέλλω), zaudern (Hasych. ἀναβολῇ χρῆσϑαι, immer nur thun wollen); Thuc. 1, 71. 142 u. öfter; auch Sp., z. B. Luc. Nigr. 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέλλησις — μέλλησις, ἡ (Α) [μέλλω] 1. ετοιμότητα, προπαρασκευή, ιδίως πολεμική, εξοπλισμός 2. σκοπός που δεν εκπληρώθηκε («καὶ Ἀργεῑοι διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐν τῇ πόλει τινὰς ὑποπτεύσαντες τοὺς μὲν ξυνέλαβον, οἱ δ αὐτοὺς καὶ διέφυγον», Θουκ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”