διανενῆσθαι — διά , ἀνά ἐνῆμαι to be seated in perf inf mid διά νέω swim perf inf mp διά νέω 3 heap perf inf mp διά νέω 3 heap perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανενησμένον — διά νέω 3 heap perf part mp masc acc sg διά νέω 3 heap perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανενησμένου — διά νέω 3 heap perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανενησμένῳ — διά νέω 3 heap perf part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκνεῦσαι — διά , ἐκ νέω swim pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) διά , ἐκ νέω 2 spin pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) διά , ἐκ νέω 3 heap pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) διά ἐκνέω swim out pres part act fem nom/voc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακαταπονούμενον — διά , κατά , ἀπό νέω swim pres part mp masc acc sg (attic epic doric) διά , κατά , ἀπό νέω swim pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) διά , κατά , ἀπό ὀνέομαι D Mort. pres part mp masc acc sg (attic epic doric) διά , κατά , ἀπό… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ζάκορος — ζάκορος, ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ) νεωκόρος, υπηρέτης τού ναού («ζάκορος θεῶν», Πλούτ.) μσν. (το ουδ.) ζάκορον (κατά τον Νικ. Χων.) «γυναικάριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζακόρος θεωρείται ορθότερος από τον ζάκορος. Σύνθ. < ζα* + κόρος (< κορώ… … Dictionary of Greek
NISYROS — hodie Nisaro Sophiano, in sula parva maris Carpathii, Cariae adiacens, Coo propinqua, a qua avulsa vi fluctuum traditur, quae et Porphyris olim dicta, teste Pliniô l. 5. c. 31. 90. mill pass. a Rhodo in Occasum, vix. 70. a Samnio promontor. in… … Hofmann J. Lexicon universale
PARASITI — apud Athenienses iidem, qui apud Romanos Epulones fuêre Nam τὸ τοῦ παρασίτου ὅνομα, Athenaeus l. 6. πάλας̔ ἦν σεμνὸν καὶ ἱερὸν, Nomen Parasiti olim venerabile erat et Sacrum, Habebant autem quilibet populi seu Δῆμοι Reip. Atheniensis suos… … Hofmann J. Lexicon universale
ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… … Dictionary of Greek