- δια-βάτης
δια-βάτης, ὁ, der Uebersetzende, Poll. 2, 200 aus Ar.; auch = διαβήτης, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-βάτης, ὁ, der Uebersetzende, Poll. 2, 200 aus Ar.; auch = διαβήτης, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσοβάτης — ο (Μ θαλασσοβάτης), νεοελλ. μικρό νηκτικό πτηνό τού Β. Ατλαντικού μσν. αυτός που διαβαίνει τη θάλασσα («θαλασσοβάτης Ἀλφειός» γιατί σύμφωνα με τη μυθολογία διαπερνούσε το Ιόνιο κι έβγαινε στη Σικελία). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βάτης (< βαίνω) … Dictionary of Greek
ληνοβάτης — ληνοβάτης, ὁ (ΑM) αυτός που πατά τα σταφύλια στο πατητήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός «πατητήρι» + βάτης (< βαίνω), πρβλ. δια βάτης, παρα βάτης] … Dictionary of Greek
αεροβάτης — ο (Α ἀεροβάτης) αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα (στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek