διδακτήριον

διδακτήριον

διδακτήριον, τό, Beweis, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διδακτήριον — διδακτήριος proof masc/fem acc sg διδακτήριος proof neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδακτήριος — ια, ο (Α ος, ον) [διδάσκω] διδακτικός* νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διδακτήριο σχολικό κτήριο αρχ. το ουδ. ως ουσ. το διδακτήριο απόδειξη («ἀλλ αὐτὸ το πρῆγμα ἐπικαιρότατόν ἐστιν διδακτήριον», Ιπποκρ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”