- διδακτικός
διδακτικός, unterrichtend, belehrend, Philo., N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διδακτικός, unterrichtend, belehrend, Philo., N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διδακτικός — apt at teaching masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτικός — ή, ό (Α ός, ή, όν) [διδάσκω] αυτός που αναφέρεται στη διδασκαλία νεοελλ. 1. αυτός που προορίζεται ή προσφέρεται για διδασκαλία («διδακτικά βιβλία») 2. το θηλ. ως ουσ. η διδακτική* αρχ. ο ικανός να διδάσκει … Dictionary of Greek
διδακτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στη διδασκαλία: Έγινε συνέλευση του διδακτικού προσωπικού του σχολείου. 2. αυτός που δίνει διδάγματα: Η ιστορία που μας είπες ήταν πολύ διδακτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διδακτικά — διδακτικός apt at teaching neut nom/voc/acc pl διδακτικά̱ , διδακτικός apt at teaching fem nom/voc/acc dual διδακτικά̱ , διδακτικός apt at teaching fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτικῶν — διδακτικός apt at teaching fem gen pl διδακτικός apt at teaching masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτικόν — διδακτικός apt at teaching masc acc sg διδακτικός apt at teaching neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτικοῖς — διδακτικός apt at teaching masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτικοί — διδακτικός apt at teaching masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτικοῦ — διδακτικός apt at teaching masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτικούς — διδακτικός apt at teaching masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτικῇ — διδακτικός apt at teaching fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)