- δια-μελαίνω
δια-μελαίνω, durch u. durch schwärzen; ἀέρα Plut. Flamin. 4; dach auch intr., ἀέρος διαμελαίνοντος fac. Lun. 5; vgl. pr. frig. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-μελαίνω, durch u. durch schwärzen; ἀέρα Plut. Flamin. 4; dach auch intr., ἀέρος διαμελαίνοντος fac. Lun. 5; vgl. pr. frig. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek