- δια-μελετάω
δια-μελετάω, gründlich durchüben, überlegen, λόγους, Plat. Parm. 126 c; vgl. Legg. VIII, 880 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-μελετάω, gründlich durchüben, überlegen, λόγους, Plat. Parm. 126 c; vgl. Legg. VIII, 880 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαμεμελέτηκε — διά μελετάω take thought perf imperat act 2nd sg (attic ionic) διά μελετάω take thought perf ind act 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμελέτηκεν — διά μελετάω take thought perf ind act 3rd sg (attic ionic) διά μελετάω take thought plup ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμελέτησαν — διά μελετάω take thought imperf ind act 3rd pl διά μελετάω take thought aor ind act 3rd pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμελέτων — διά μελετάω take thought imperf ind act 3rd pl διά μελετάω take thought imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμελετημένην — διά μελετάω take thought perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμελετημένος — διά μελετάω take thought perf part mp masc nom sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμεμελέτηται — διά μελετάω take thought perf ind mp 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμελετήθη — διά μελετάω take thought aor ind pass 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμελετῶντο — διά μελετάω take thought imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμελέτησας — διά μελετάω take thought aor ind act 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεμελέτησε — διά μελετάω take thought aor ind act 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)