- δια-βεβαιόομαι
δια-βεβαιόομαι, dep. med., fest versichern. Dem. 17, 80; περίτινος, Pol. 12, 12, 6 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-βεβαιόομαι, dep. med., fest versichern. Dem. 17, 80; περίτινος, Pol. 12, 12, 6 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.