δια-δρομή

δια-δρομή

δια-δρομή, , 1) das Hin- u. Herlaufen, Aesch. Spt. 351; Pol. 15, 30 u. a. Sp.; διαδρομὴν ἔχειν, von einer Krankheit, sich verbreiten, Plut. reip. ger. pr. g. E. – 2) die Stelle, wo man durchlaufen kann, Durchgang, Xen. Cyn. 10, 8. – Bei Plut. Lucull. 39 = Wassergraben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεταδρομή — μεταδρομή, ἡ (Α) 1. καταδίωξη, κυνηγητό («μεταδρομαῑς Ἐρινύων», Ευρ.) 2. αλλαγή πορείας 3. τρέξιμο πάνω κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δρομή (πρβλ. ἔ δραμ ον, αόρ. β τού τρέχω), πρβλ. δια δρομή, επι δρομή] …   Dictionary of Greek

  • πολυδρομή — ἡ, Α μεγάλη διαδρομή, πολύ περπάτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δρομή (< δραμεῖν, απρμφ. αορ. τού τρέχω), πρβλ. δια δρομή, εκ δρομή] …   Dictionary of Greek

  • περιδρομή — η, ΝΜΑ το να τρέχει κάποιος γύρω γύρω ή εδώ κι εκεί (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», Ξεν. β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», Πλούτ.) (μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει κανείς κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”