- δενδρο-ειδής
δενδρο-ειδής, ές, baumartig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δενδρο-ειδής, ές, baumartig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοινικοειδής — (I) ές, Μ ερυθρωπός, κοκκινωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + ειδής*]. (II) ές, Ν 1. αυτός που μοιάζει με το δένδρο φοίνικας 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φοινικοειδή (βοτ.) άλλη ονομασία τής οικογένειας φοίνικίδες που… … Dictionary of Greek