δενδρο-κόμης

δενδρο-κόμης

δενδρο-κόμης, , = folgdm, Rufin. 14 (V, 19).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοσμοκόμης — κοσμοκόμης, ου, ὁ (Α) (για χτένα) αυτός που καλλωπίζει τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + κόμης (< κόμη), πρβλ. δενδρο κόμης, κισσο κόμης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”