- δι-αιώνιος
δι-αιώνιος, α, ον, immerwährend, ewig; φύσις Plat. Tim. 39 e; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-αιώνιος, α, ον, immerwährend, ewig; φύσις Plat. Tim. 39 e; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰώνιος — lasting for an age masc nom sg αἰώνιος lasting for an age masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιώνιος — ια (και ία), ιο (Α αἰώνιος, ία, ιον και ιος, ιον) 1. αυτός που ανήκει στον αιώνα, παντοτινός, ακατάλυτος, αθάνατος 2. επίρρ. αἰωνίως (νεοελλ. και αιώνια) διαρκώς, συνέχεια παντοτινά νεοελλ. (για έκφραση υπερβολής ή ειρωνείας) 1. αυτός που μοιάζει … Dictionary of Greek
αιώνιος — α, ο παντοτινός, αθάνατος, άφθαρτος: Του χρωστούσε αιώνια ευγνωμοσύνη. – Το κτίριο αυτό είναι γερό, αιώνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰωνιώτερον — αἰώνιος lasting for an age adverbial comp αἰώνιος lasting for an age masc acc comp sg αἰώνιος lasting for an age neut nom/voc/acc comp sg αἰώνιος lasting for an age masc acc comp sg αἰώνιος lasting for an age neut nom/voc/acc comp sg αἰώνιος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωνίω — αἰώνιος lasting for an age masc/neut nom/voc/acc dual αἰώνιος lasting for an age masc/neut gen sg (doric aeolic) αἰώνιος lasting for an age masc/fem/neut nom/voc/acc dual αἰώνιος lasting for an age masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωνίως — αἰώνιος lasting for an age adverbial αἰώνιος lasting for an age masc acc pl (doric) αἰώνιος lasting for an age adverbial αἰώνιος lasting for an age masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰώνιον — αἰώνιος lasting for an age masc acc sg αἰώνιος lasting for an age neut nom/voc/acc sg αἰώνιος lasting for an age masc/fem acc sg αἰώνιος lasting for an age neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωνίων — αἰώνιος lasting for an age fem gen pl αἰώνιος lasting for an age masc/neut gen pl αἰώνιος lasting for an age masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωνίοις — αἰώνιος lasting for an age masc/neut dat pl αἰώνιος lasting for an age masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωνίου — αἰώνιος lasting for an age masc/neut gen sg αἰώνιος lasting for an age masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰωνίους — αἰώνιος lasting for an age masc acc pl αἰώνιος lasting for an age masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)