δι-αγώγιον

δι-αγώγιον

δι-αγώγιον, τό, Durchgangszoll, Pol. 4, 52.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγώγιον — ἀγώγιον, το (Α) [ἀγωγός] βλ. αγώγι …   Dictionary of Greek

  • ἀγώγιον — load of a wagon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγίου — ἀγώγιον load of a wagon neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγίων — ἀγώγιον load of a wagon neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγώγιο — το (AM καταγώγιον, Α και καταγωγεῑον, Μ και καταγώγι) νεοελλ. κακόφημο κέντρο ή κατάστημα όπου συχνάζει υπόκοσμος μσν. καταφύγιο («καὶ τελεωτέρας ἀρετῆς καταγώγιον») μσν. αρχ. κατάλυμα, πανδοχείο («ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ καταγώγιον διακοσίων… …   Dictionary of Greek

  • νεραγώγιον — νεραγώγιον, τὸ (Μ) 1. αγωγός νερού 2. υδραγωγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + ἀγώγιον (< ἀγωγός), πρβλ. αμαξ αγώγιον, υδρ αγώγιον] …   Dictionary of Greek

  • παραγώγιον — τὸ, ΜΑ μσν. πηγή ή πηγάδι αρχ. λιμενικός φόρος τον οποίο κατέβαλλαν πλοία κατά τη διέλευση τους από ένα λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αγώγιον (< ἀγώγιον < ἀγωγός), πρβλ. κατ αγώγιον] …   Dictionary of Greek

  • αγωγιάζω — 1. δίνω, παρέχω υποζύγιο επ’ αμοιβή, μισθώνω 2. παίρνω ζώο με αγώγι, μισθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἀγώγιον κατά το ενοικιάζω. ΠΑΡ. αγώγιασμα, αγωγιαστήριο] …   Dictionary of Greek

  • αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… …   Dictionary of Greek

  • αγώγι — και αγώι, το (Α ἀγώγιον) μεταφορά πράγματος (με αγωγιάτη) νεοελλ. 1. η αμοιβή για τη μεταφορά αυτή (ο όρος μόνο για τη μεταφορά που γίνεται με ζώα ή με άμαξα στις άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο όρος κόμιστρο και για τις θαλάσσειες μεταφορές… …   Dictionary of Greek

  • αλαλάι — ἀλαλάι, το (Μ) αλαλαγμός, θόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλαλάγιον, υποκορ. τού αρχ. ουσιαστ. ἀλαλαγή. Για τον σχηματισμό τής λ. ἀλαλάι πρβλ. και ἀγωγή > ἀγώγιον > ἀγώγι και ἀγώι, ἀλαγή > ἀλλάγιον > ἀλλάι, βασταγή > βαστάγιον > βαστάγι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”