δια-κομίζω

δια-κομίζω

δια-κομίζω, hinüberschaffen, -fahren, σταδίους πέντε, Her. 1, 31; übersetzen, εἰς τὴν νῆσον Thuc. 3, 75; Pol. 1, 20, Sp. – Med., zu sich hinüberschaffen, νεκρούς Thuc. 1, 89. – Pass., übergesetzt werden, Thuc. 1, 136; übh. = übergehen, Thuc. 3, 23; εἰς ἀγριώτερον τόπον διακομισϑείς Plat. Legg. X, 905 b; sogar βίον ἄριστα διακομισϑησόμεϑα, VII, 803 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • μετακομίζω — (ΑM μετακομίζω) [κομίζω] μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, διακομίζω (α. «πρέπει να μετακομίσω τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο» β. «ἁρπάσασαι γὰρ τὸ ἄγαλμα αἱ τῆς ἑστίας ἱέρειαι παρθένοι διὰ μέσης τῆς ἱερᾱς ὁδοῡ εἰς τὴν τοῡ βασιλέως αὐλὴν… …   Dictionary of Greek

  • οπλίζω — (ΑΜ ὁπλίζω) (ενεργ. και μέσ.) 1. (ιδίως για στρατιώτες) εφοδιάζω κάποιον με όπλα, αρματώνω (α. «αυτός όπλισε τον δολοφόνο» β. «κατά περ Κόλχοι ὡπλισμένοι έστρατεύοντο», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. ενισχύω, τονώνω, δυναμώνω («η παιδεία οπλίζει τον άνθρωπο… …   Dictionary of Greek

  • ԸՆԴՈՒՆԻՄ — (ընկալայ, ընկա՛լ, լարո՛ւք կամ լա՛յք. ընկալեալ.) NBH 1 0775 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c հ. (ʼի Ունիմ, կալայ.) δέχομαι, εἱσδέχομαι, ἑκδέχω, ομαι (ի διά , եւ ἕχω .) λαμβάνω, ἁναλαμβάνω suscipio,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”