- δια-μυλλαίνω
δια-μυλλαίνω, mit verzogenen Lippen verhöhnen, Ar. Vesp. 1315; B. A. 36 τῷ στόματι διασχηματίζοντα διαγελᾶν; Andere: διακινεῖν τὰ χείλη, Poll. 2, 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-μυλλαίνω, mit verzogenen Lippen verhöhnen, Ar. Vesp. 1315; B. A. 36 τῷ στόματι διασχηματίζοντα διαγελᾶν; Andere: διακινεῖν τὰ χείλη, Poll. 2, 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.