διδυμάων — ( ονος), ο, η (Α) 1. δίδυμος 2. στον πληθ. διδυμάονες δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + (επίθημα) αων (πρβλ. οπάων «σύντροφος»). Η δοτική πληθυντικού διδυμάοσι και η ονομαστική τού δυϊκού διδυμάονε μαρτυρούνται ήδη από τον Όμηρο, ενώ ο Νόννος… … Dictionary of Greek
διδυμάων — διδυμά̱ων , δίδυμος double masc/fem gen pl (epic aeolic) διδυμά̱ων , διδυμάων twins masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διδυμάων — Διδυμά̱ων , Διδύμη fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… … Dictionary of Greek
διδυμάονα — διδυμά̱ονα , διδυμάων twins masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδυμάονας — διδυμά̱ονας , διδυμάων twins masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδυμάονε — διδυμά̱ονε , διδυμάων twins masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδυμάονες — διδυμά̱ονες , διδυμάων twins masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδυμάονι — διδυμά̱ονι , διδυμάων twins masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδυμάονος — διδυμά̱ονος , διδυμάων twins masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδυμάοσι — διδυμά̱οσι , διδυμάων twins masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)