- δι-δριον
δι-δριον, τό, = δίεδρον, τό, Doppelsitz, für zwei Personen, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-δριον, τό, = δίεδρον, τό, Doppelsitz, für zwei Personen, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
синедрио́н — а, м. Совет старейшин, высшее государственное учреждение с политическими и судебными функциями в древней Иудее. || перен. ирон., шутл. Совещание, судилище. Премудрый университетский синедрион порол дичь. Белинский, Письмо Н. В. Станкевичу, 2 окт … Малый академический словарь
θηλυδρίας — ο (ΑΜ θηλυδρίας) θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά πάσαν πιθανότητα < αμάρτυρο *θηλύδριον, για το οποίο όμως οι γνώμες διίστανται. Κατά μία απόψη < θηλυ * + κατάλ. δριον κατά το ανδρ ίον, κακόσημο υποκορ. τού ανήρ (πρβλ. νεοελλ.… … Dictionary of Greek
πολυανθής — ές, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. πολυάνθεα 1. αυτός που έχει πολλά άνθη 2. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση («ὅθι τε δρίον ἦν πολυανθέος ὔλης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. ευ ανθής, λευκ ανθής] … Dictionary of Greek
χαλάδριον — και χαλάτριον και χαράδριον και χελάδριον, τὸ, ΜΑ στρώμα, στρωσίδι από ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χαλάδριον ανάγεται στο θ. χαλα τού χαλῶ, άω «χαλαρώνω» (πρβλ. αόρ. χαλά σαι) και εμφανίζει επίθημα δριον, το οποίο έχει προέλθει από λ. σε δρος / δρον… … Dictionary of Greek