- δια-βρεχής
δια-βρεχής, ές, durchnäßt, Luc. Tragod. 303.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-βρεχής, ές, durchnäßt, Luc. Tragod. 303.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οινοβρεχής — οἰνοβρεχής και οἰνοβραχής, ές (Α) 1. μεθυσμένος 2. διαποτισμένος με κρασί («σεμίδαλις οἰνοβραχής», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + βρεχής (< βρέχομαι), πρβλ. δια βρεχής] … Dictionary of Greek