- μαγγάνευμα
μαγγάνευμα, τό, Zauberei, Gaukelei; Plat. vrbdt τὰ ἡμέτερα γράμματα καὶ μαγγανεύματα καὶ ἐπῳδαί, Gorg. 484 a, vgl. Legg. XI, 933 c; ἐν τοῖς περὶ αὑτὴν μαγγανεύμασι καὶ φίλτροις ἐλπίδας ϑεμένη, von der Kleopatra, Plut. Anton. 25. Vgl. Spanh. zu Ar. Plut. 310.
http://www.zeno.org/Pape-1880.