- δεκά-μετρος
δεκά-μετρος, zehnfüßig, Vers, Schol. Ar. Equ. 496.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκά-μετρος, zehnfüßig, Vers, Schol. Ar. Equ. 496.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρεισκαιδεκάμετρος — και τρισκαιδεκάμετρος, ον, Α αυτός που αποτελείται από δεκατρία μέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + μετρος (< μέτρον), πρβλ. δεκά μετρος] … Dictionary of Greek