- δεκά-πλοκος
δεκά-πλοκος, zehnmal geflochten, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκά-πλοκος, zehnmal geflochten, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκάπλοκος — δεκάπλοκος, ον (Α) τυλιγμένος δέκα φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πλόκος < πλόκος, πλέκω] … Dictionary of Greek
πεντάπλοκος — ον, Α ο κλωσμένος με πέντε κλωστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πλοκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δεκά πλοκος] … Dictionary of Greek
τετράπλοκος — ον, Μ τετράζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πλοκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δεκά πλοκος] … Dictionary of Greek
τρίπλοκος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει πλεχθεί από τρία μέρη, («τριπλόκῳ σχοινίῳ», Ευστ.) 2. (γενικά) αυτός που αποτελείται από τρία μέρη, τριμερής, τριπλός («ὥσπερ σειράν τινα ἁγίαν καὶ ζῶσαν ἐκ τριπλόκου δυνάμεως εἰσήγαγεν», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι… … Dictionary of Greek