- δεκά-πληγος
δεκά-πληγος, ἡ, die zehn Plagen Aegyptens, Or. Sib.; Ol. Alex.; τὸ δ. Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκά-πληγος, ἡ, die zehn Plagen Aegyptens, Or. Sib.; Ol. Alex.; τὸ δ. Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοσάπληγος — ον, Μ αυτός που έχει δεχθεί τόσα πλήγματα, που έχει τιμωρηθεί τόσες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + πληγος (< πληγή), πρβλ. δεκά πληγος. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα: επτα , δεκα ] … Dictionary of Greek