- δειλίᾱσις
δειλίᾱσις, ἡ, Furchtsamkeit, Verzagtheit, Plut. Fab. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειλίᾱσις, ἡ, Furchtsamkeit, Verzagtheit, Plut. Fab. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειλίασις — δειλίᾱσις , δειλίασις fright fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλιάσει — δειλιά̱σει , δειλίασις fright fem nom/voc/acc dual (attic epic) δειλιά̱σεϊ , δειλίασις fright fem dat sg (epic) δειλιά̱σει , δειλίασις fright fem dat sg (attic ionic) δειλιά̱σει , δειλιάω to be afraid aor subj act 3rd sg (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
δείλιαση — η (AM δειλίασις) [δειλιώ] δειλία, έλλειψη θάρρους … Dictionary of Greek
δειλιάσῃ — δειλιά̱σηι , δειλίασις fright fem dat sg (epic) δειλιά̱σῃ , δειλιάω to be afraid aor subj mid 2nd sg (attic doric) δειλιά̱σῃ , δειλιάω to be afraid aor subj act 3rd sg (attic doric) δειλιά̱σῃ , δειλιάω to be afraid fut ind mid 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλίασιν — δειλίᾱσιν , δειλίασις fright fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)