- δειλαίνω
δειλαίνω, zagen, feige sein, Arist. Eth. 2, 6. 5, 13 u. Sp., die auch das med. haben, Luc. Ocyp. 153; Aesop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειλαίνω, zagen, feige sein, Arist. Eth. 2, 6. 5, 13 u. Sp., die auch das med. haben, Luc. Ocyp. 153; Aesop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειλαινομένων — δειλαίνω to be a coward pres part mp fem gen pl δειλαίνω to be a coward pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαινόμενον — δειλαίνω to be a coward pres part mp masc acc sg δειλαίνω to be a coward pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαῖνον — δειλαίνω to be a coward pres part act masc voc sg δειλαίνω to be a coward pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαίνει — δειλαίνω to be a coward pres ind mp 2nd sg δειλαίνω to be a coward pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαίνου — δειλαίνω to be a coward pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) δειλαίνω to be a coward imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαίνουσιν — δειλαίνω to be a coward pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δειλαίνω to be a coward pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαινομένη — δειλαίνω to be a coward pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαινομένην — δειλαίνω to be a coward pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαινομένοις — δειλαίνω to be a coward pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαινομένους — δειλαίνω to be a coward pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαινόμενα — δειλαίνω to be a coward pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)