- δειλαιότης
δειλαιότης, ητος, ἡ, Elend, Schol. Ar. Equ. 1148.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειλαιότης, ητος, ἡ, Elend, Schol. Ar. Equ. 1148.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειλαιότης — δειλαιότης, η (Α) [δείλαιος] δυστυχία, αθλιότητα … Dictionary of Greek
δειλαιότητα — δειλαιότης misery fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)