- δειλόομαι
δειλόομαι, furchtsam werden, zagen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειλόομαι, furchtsam werden, zagen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειλοί — δειλόομαι to be afraid pres subj mp 2nd sg δειλόομαι to be afraid pres ind mp 2nd sg δειλός cowardly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλοῦ — δειλόομαι to be afraid pres imperat mp 2nd sg δειλόομαι to be afraid imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) δειλός cowardly masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλούμενον — δειλόομαι to be afraid pres part mp masc acc sg δειλόομαι to be afraid pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλωθέντα — δειλόομαι to be afraid aor part mp neut nom/voc/acc pl δειλόομαι to be afraid aor part mp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλουμένου — δειλόομαι to be afraid pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλοῖ — δειλόομαι to be afraid pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλοῖο — δειλόομαι to be afraid pres opt mp 2nd sg δειλός cowardly masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλωθείς — δειλόομαι to be afraid aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλωθῆναι — δειλόομαι to be afraid aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλωθῆτε — δειλόομαι to be afraid aor subj mp 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλωθέντες — δειλόομαι to be afraid aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)