δειμαλέος

δειμαλέος

δειμαλέος, 1) furchtsam, Mosch. 2, 20, – 2) furchtbar, ὅπλον Batr. 289; Theogn. 1128; Iul. Aeg. 59 (VII, 69).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δειμαλέος — δειμαλέος, α, ον (Α) 1. ο γεμάτος φόβο, ο τρομαγμένος («δειμαλέην αὐδήν» τρομαγμένη φωνή, φωνή που έδειχνε τρόμο) 2. αυτός που προκαλεί τρόμο («κεραυνὸν δειμαλέον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα (πρβλ. θαρσαλέος, σμερδαλέος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δειμαλέος — timid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμαλέον — δειμαλέος timid masc acc sg δειμαλέος timid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμαλέην — δειμαλέος timid fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμαλέοι — δειμαλέος timid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμαλέοισιν — δειμαλέος timid masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμαλέους — δειμαλέος timid masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμαλέων — δειμαλέος timid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμαλέως — δειμαλέος timid masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειμαλέῳ — δειμαλέος timid masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”