- μαγγανευτήριον
μαγγανευτήριον, τό, Ort, wo Zaubereien u. Gaukeleien getrieben werden, Themist. or. 5, g. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγγανευτήριον, τό, Ort, wo Zaubereien u. Gaukeleien getrieben werden, Themist. or. 5, g. E.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγγανευτήριον — μαγγανευτήριον, τὸ (Α) τόπος όπου τελούνταν μαγγανείες («ἱερὰ ἀνοίγων ἀποκλείει μαγγανευτήρια», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγγανεύω + επίθημα τήριον (πρβλ. βουλευ τήριο, δεσμω τήριο)] … Dictionary of Greek
μαγγανευτήρια — μαγγανευτήριον haunt of impostors neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)