μαγγανευτικός

μαγγανευτικός

μαγγανευτικός, zur Gaukelei, Zauberei gehörig, geschickt, ἡ μαγγανευτική, sc. τέχνη, Gaukler-, Taschenspielerkunst, Poll. 7, 209.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαγγανευτικός — ή, ὁ (Α μαγγανευτικός, ή, όν) [μαγγανεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μαγγανείες ή ο επιτήδειος στο να μαγγανεύει 2. το θηλ. ως ουσ. η μαγγανευτική η τέχνη τής μαγγανείας, θαυματοποιία, μαγεία, ταχυδακτυλουργία. επίρρ... μαγγανευτικώς και …   Dictionary of Greek

  • μαγγανευτική — μαγγανευτικός fit for trickery fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγγανικός — ή, ό (AM μαγγανικός, ή, όν) μαγγανευτικός νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέταλλο μαγγάνιο ή αυτός που περιέχει μαγγάνιο («μαγγανικό άλας) μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὰ μαγγανικά τα μάγγανα 2. φρ. «μαγγανικὸν ξύλον» ή, απλώς, «μαγγανικόν»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”