δεικηλίκτης

δεικηλίκτης

δεικηλίκτης, , dor. für δεικηλιστής, der Darsteller, Schauspieler, welcher niedrig komische Charaktere darstellte, Plut. Ages. 21 Lac. apophth. 186, οὕτω Λακεδαιμόνιοι τοὺς μίμους καλοῠσι; vgl. Ath. XIV, 621 e. – Die Form δικηλιστής ist schlechter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δεικηλίκτας — δεικηλίκτᾱς , δεικηλίκτης masc acc pl δεικηλίκτᾱς , δεικηλίκτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”