- δι-ειλημμένως
δι-ειλημμένως, abgesondert, bestimmt, genau, Xen. oec. 11, 25, v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-ειλημμένως, abgesondert, bestimmt, genau, Xen. oec. 11, 25, v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰλημμένως — λαμβάνω a perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)