δεικτηριάς

δεικτηριάς

δεικτηριάς, άδος, ἡ, Komödiantin, herumziehende, gemeine Schauspielerin, Pol. bei Ath. XIII, 576 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δεικτηριάς — δεικτηριάς, η (Α) [δεικτήριον] γυναίκα μίμος, ηθοποιός …   Dictionary of Greek

  • δεικτηριάδων — δεικτηριάς mima fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”