δι-κατά-ληκτος

δι-κατά-ληκτος

δι-κατά-ληκτος, mit 2 End., E. M. Bei Hephaest. = doppelt katalektisch, vom Metrum.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ληκτός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καταληπτός» …   Dictionary of Greek

  • ευκατάληκτος — εὐκατάληκτος, ον (Μ) αυτός που έχει καλή κατάληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα ληκτος (< καταλήγω), πρβλ. α κατά ληκτος, ομοιο κατά ληκτος] …   Dictionary of Greek

  • σιγμόληκτος — η, ο, Ν 1. αυτός που λήγει σε σίγμα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιγμόληκτα γραμμ. ονόματα, ουσιαστικά και επίθετα, τής αρχαίας Ελληνικής που έχουν χαρακτήρα σ και κλίνονται κατά την τρίτη κλίση, όπως είναι: α) τα αρσενικά ακατάληκτα κύρια… …   Dictionary of Greek

  • πατρίληκτος — ον, Μ (κατά τον Φώτ.) «ἡ οὐσία ἡ πατρική καὶ ἀπὸ τοῡ πατρὸς εἰλημμένη κλήρῳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < πατρί, δοτ. τού πατήρ + ληκτος (< λαγχάνω, πρβλ. μέλλ. λήξομαι, αόρ. ἐ λήχ θην)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”