- δεκατευτής
δεκατευτής, ὁ, der Zehendeinnehmer, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκατευτής, ὁ, der Zehendeinnehmer, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκατευτής — tithe farmer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκατευτής — ο (AM δεκατευτής) [δεκατεύω] αυτός που εισπράττει τη δεκάτη, ο δεκατιστής νεοελλ. ο οικονομικός υπάλληλος που όριζε τον φόρο τής δεκάτης γεωργικών προϊόντων … Dictionary of Greek
δεκατευταῖς — δεκατευτής tithe farmer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκατευταί — δεκατευτής tithe farmer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκατευτάς — δεκατευτά̱ς , δεκατευτής tithe farmer masc acc pl δεκατευτά̱ς , δεκατευτής tithe farmer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκατεύω — (AM δεκατεύω) [δεκάτη] 1. παίρνω ως φόρο το ένα δέκατο τής παραγωγής ή άλλων αγαθών 2. υποχρεώνω κάποιον να καταβάλει «τὴν δεκάτην» αρχ. 1. προσφέρω σε θεότητα το ένα δέκατο τών γεωργικών προϊόντων («δεκατεύων τὰ ἐκ τοῡ ἀγροῡ ὡραῑα θυσίαν ἐποίει… … Dictionary of Greek
δεκατηλόγος — ο (AM δεκατηλόγος) ο δεκατευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + λόγος < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω»] … Dictionary of Greek
δεκατιστής — ο (AM δεκατιστής) μσν. νεοελλ. ο δεκατευτής, αυτός που συγκεντρώνει τον φόρο τής δεκάτης νεοελλ. παροιμ. «όταν θα ρθεί ο δεκατιστής, ας δεκατίσει ό,τι εύρει» όποιος και νά ρθει, δεν θα μού πάρει τίποτε, γιατί δεν έχω τίποτε αρχ. αυτοί που… … Dictionary of Greek